- καλομάθητος
- η , ο1) овладевший чём-л. в совершенстве; 2) см. καλομαθημένος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλομάθητος — η, ο 1. καλομαθημένος* 2. αυτός που έχει μάθει κάτι τέλεια ή που μαθαίνει κάτι εύκολα 3. αυτός που μαθαίνεται εύκολα … Dictionary of Greek
καλομάθητος — η, ο 1. οκαλομαθημένος. 2. που μαθαίνεται εύκολα και καλά, ή που μαθαίνει εύκολα και καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)